- αποκαρδιώνομαι
- αποκαρδιώνομαι, αποκαρδιώθηκα, αποκαρδιωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναθυμώ — έω, Μ αποκαρδιώνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθυμῶ «λυπάμαι, αποκαρδιώνομαι»] … Dictionary of Greek
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek